Ἡ συμβολὴ τῶν Βορειοηπειρωτῶν στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821


Οἱ Βορειοηπειρῶτες στὸν πανελλήνιο ξεσηκωμὸ τοῦ '21 δὲν ἔμειναν ἀμέτοχοι. Ἀρκετοὶ ἦταν αὐτοὶ ἀπὸ τὶς περιοχὲς τῆς Χιμάρας, τοῦ Ἀργυροκάστρου, τῆς Μοσχοπόλης, τῆς Πρεμετῆς, ποὺ εἶχαν μυηθεῖ στὰ σχέδια τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας.

Ἀναφέρουμε μερικὰ ὀνόματα φιλικῶν, ὅπως τὰ κατέγραψαν στὰ βιβλία τους οἱ: Α. Παπακώστας καὶ Ν. Πατσέλης:Ὁ Μιχαὴλ Λαζάρου Στέλιος, ὁ Ἐλευθεριάδης Βενιαμὶν ἀπὸ τὴ Σέλτση Ἀργυροκάστρου, ὁ Ἐπίσκοπος Εὐρίπου Γρηγόριος ὁ Ἀργυροκαστρίτης (ὁ κυριότερος ἐμπνευστὴς τῆς ἐξέγερσης τῆς Εὔβοιας), οἱ Στέφανος καὶ Ἀδάμ. Δούκας ἀπὸ τὴν Πρεμετή, ὁ Δρύσης, ὁ Γούλας καὶ ὁ Κανούσης ἀπὸ τὸ Λεσκοβίκι καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Τολμηροὶ μαχητὲς ξεκίνησαν ἀπὸ τὶς προφυλακὲς τοῦ ἔθνους καὶ κατέβηκαν στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα.

Στὴ Ρούμελη συμμετεῖχαν Σουλιῶτες καὶ Βορειοηπειρῶτες. Ὁ Χιμαριώτης Σπυρομήλιος μὲ τὰ ἀδέρφια του Ζάχο, Νικόλαο καὶ Ἰωάννη καὶ ἐθελοντικὸ σῶμα Χιμαριωτῶν, ἔλαβαν μέρος στὴν ἄμυνα τοῦ Μεσολογγίου καὶ στὴν κατάληψη τῆς ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ οἰκογένεια τῶν Σπυρομηλαίων πρόσφερε πολλὰ στὴν Ἐπανάσταση τοῦ '21. Ὁ Σπυρομήλιος, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴ Σικελία ὅπου ζοῦσε, ὀργάνωσε στρατιωτικὸ σῶμα ἀπὸ 200 Χιμαριῶτες καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1824 ἔφτασε στὴν Ἀκαρνανία καὶ παρουσιάστηκε στὸν Μαυροκορδάτο. Ἐντυπωσίασε μὲ τὴν ἐμφάνισή του, τὴν σεμνότητα καὶ ἀξιοπρέπεια.

Θὰ γράψει ὁ Κ. Μπίρης (Ἀρβανίτες, Ἀθῆναι 1960, σ. 301): «Ἦταν γενναῖος καὶ ἀνιδιοτελὴς καὶ κάθε φιλέλλην ποὺ τὸν γνώριζε δὲν μποροῦσε νὰ μὴ φωνάξει: Θὰ ἦταν εὐτυχὴς ἡ Ἑλλάς, ἂν εἶχε περισσότερους ἄνδρας σὰν αὐτόν». Ἦταν παρὼν καὶ κατὰ τὴν δεύτερη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου. Ὁ ἀδελφός του Νικόλαος σκοτώθηκε κατὰ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου (10 Ἀπριλίου 1826), ἐνῶ ὁ Ζάχος σώθηκε καὶ ὑπηρέτησε ὡς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος στὴν ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα.

Λίγο ἀργότερα τὸν Σπυρομήλιο τὸν βρίσκουμε στὴ Ρούμελη μὲ τὸν Καραϊσκάκη. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη, ἔλαβε μέρος στὴ μάχη τῆς Πέτρας, κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Δημ. Ὑψηλάντη. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἔγινε διοικητὴς τῆς Σχολῆς τῶν Εὐελπίδων καὶ ἀργότερα ὑπουργὸς τῶν Στρατιωτικῶν.

Τὸ Χόρμοβο, κοντὰ στὸ Τεπελένι, ποὺ ξεκληρίστηκε ἀπὸ τὸν Ἀλὴ Πασά, πρόσφερε πολλά. Ο Λ. Κουτσονίκας (Γενικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, 1863) γράφει γιὰ τὴ συμβολὴ τῶν Χορμοβιτῶν στὸν ἀγώνα τῆς ἀνεξαρτησίας: «Εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν συνετέλεσαν οὐκ ὀλίγον οἱ Χορμοβίται. Τὸ τμῆμα τῆς Ρίζης εἶναι ἐπίσημον διὰ τοὺς μαχίμους αὐτῆς ἄνδρας, συντελέσαντας οὐκ ὀλίγον ἐν τὴ ἐπαναστάσει τῆς Ἑλλάδος». Γνωστὸς γιὰ τὴ δράση του εἶναι ὁ Χορμοβίτης Κων. Λαγουμιτζὴς ἢ Νταλαρόπουλος. Τὴν καταγωγὴ του διεκδικοῦν ἡ Χιμάρα καὶ ἡ Λέκλη, χωριὸ τοῦ Ἀργυροκάστρου. Περισσότερο γνωστὸς εἶναι μὲ τὸ παρωνύμιο «Λαγουμιτζής», ἀπὸ τὴν ἱκανότητα ποὺ εἶχε νὰ ἀνοίγει «λαγούμια», ὑπόνομους. Βοήθησε στὴν ἅλωση τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὸ Μεσολόγγι μὲ τοὺς ὑπόνομους ποὺ κατασκεύαζε. Γράφει σχετικὰ ὁ συμπολεμιστὴς του Μακρυγιάννης στὰ ἀπομνημονεύματά του: «Ὅταν κολλήσαμεν εἰς τὸ Κάστρο, βαστούσαμεν καὶ τὸν μαχαλᾶν τῆς Πλάκας ὡς τὴν ἀρβανίτικη πόρτα. Ἀπὸ κάτου τὸ κάστρο εἰς τὰ σπίτια ἦταν μία ἐκκλησία καὶ τῆς ἔδεσε λαγούμι ὁ ἀθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναῖος καὶ τίμιος πατριώτης, καὶ μὲ τὴν τέχνη του καὶ μὲ τὸ ντουφέκι του ὡς λιοντάρι πολέμαγε διὰ τὴν πατρίδα. Εἰς τὸ Μεσολόγγι καὶ παντοῦ αὐτὸς ὁ γενναῖος ἄνδρας θάματα ἔχει κάμει. Πατρίδα, τοῦ χρωστᾶς πολὺ αὐτηνοὺ τοῦ ἀγωνιστῆ». Ο Κ. Λαγουμιτζὴς πέθανε τὸ 1851 φτωχὸς καὶ λησμονημένος.

Στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα ἔλαβε μέρος καὶ ὁ ἐθνικὸς εὐεργέτης Εὐάγγελος Ζάππας. Πολέμησε στὸ Σούλι, στὴν Ἄρτα, στὸ Φανάρι καὶ στὴν Κόρινθο.

Ἡ Περιφέρεια Δελβίνου ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὸν Σταῦρο Κόντο. Ὁ καπετὰν Σταῦρος, ὅπως ἦταν γνωστός, μὲ τὴ λήξη τοῦ ἀγώνα, ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀμφισσα καὶ παντρεύτηκε τὴν Παναγιώτα Κοντοδήμου. Γιὸς τους ἦταν ὁ ἀξιόλογος φιλόλογος καὶ γραμματικὸς Κωνσταντῖνος Κόντος.

Στὴν Ἐπανάσταση τῆς Εὔβοιας συμμετεῖχαν μόνο Βορειοηπειρῶτες, οἱ ὁποῖοι προσκλήθηκαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Εὐρίπου Γρηγόριο τὸν Ἀργυροκαστρίτη. Γιὰ τὴ δράση του γράφουν οἱ: Ε. Κουρίλας («Γρηγόριος Ἀργυροκαστρίτης», ἐν Ἀθήν. 1935) καὶ ὁ Φ. Μιχαλόπουλος («Γρηγόριος ὁ Ἀργυροκαστρίτης καὶ ἡ Ἐπανάσταση τῆς Εὐβοίας», Ἀρχεῖον Εὐοϊκῶν μελετῶν, τ.Γ', 1954, ἐν Ἀθ. 1955). Καὶ οἱ δύο ἀναφέρονται στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἀργυροκαστρινοῦ κληρικοῦ καὶ τὴ μύησή του στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία.

Ὁ Γρηγόριος γνώριζε τὸ μάχιμο τῶν συμπατριωτῶν του καὶ κάλεσε Ἀργυροκαστρίτες, Χορμοβίτες καὶ Χιμαραίους, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος σὲ ὅλες τὶς μάχες καὶ παρέμειναν τελευταία στὴ μάχη τῶν Ἀδριλιῶν, στὴν ὁποία καὶ κρίθηκε ἡ Εὐβοϊκὴ Ἐπανάσταση (23 Ἰουλίου 1823). Στὴ μάχη τῶν Ἀνδριλιῶν γιὰ τὴν ὁποία γράφει καὶ ὁ ἱστορικὸς Κουτσονίκας στὴν ἱστορία του (σελ. 74) ἔλαβαν μέρος οἱ Ἠπειρῶτες Σταῦρος Βασιλείου μὲ τὸν ἀδερφὸ του Κώστα καὶ τὸν γενναῖον Ἀργυροκαστρίτη Λιάκον μὲ τριακόσια παλικάρια. Ὁ Λιάκος περικυκλώθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς «καὶ ἠρωικώτατα μαχόμενος, ὡς ἄλλος Λεωνίδας, ἐφονεύθη μεθ' ὅλων τῶν συντρόφων του, μεγίστην φθορὰν προξενήσας εἰς τοὺς ἐχθρούς».

Ὁ σεπτὸς ἱεράρχης Γρηγόριος συνελήφθη καὶ κλείστηκε στὶς σκοτεινὲς φυλακὲς τῆς Χαλκίδας, ὅπου καὶ ὑπέστη φοβερὰ βασανιστήρια. Κατόρθωσε, ὅμως, νὰ δραπετεύσει καὶ τὸν συναντοῦμε ἀργότερα στὴν Κέρκυρα ἀσχολούμενο μὲ τὴ μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης στὴν ἀλβανικὴ γλώσσα.

Σημαντικός, ἐπίσης, ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν Βορειοηπειρωτῶν, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὶς Ἐπαρχίες Κορυτσᾶς καὶ Μοσχοπόλης. Ἡ Μοσχοπόλη, πνευματικὸ κέντρο τοῦ Ἑλληνικοῦ Βορρᾶ, χάρη στὴν ξακουστὴ Ἀκαδημία της, καλλιέργησε τὴν ἐθνικὴ ἰδέα καὶ διατήρησε τὴν ὀρθοδοξία στὶς γύρω περιοχές. Στὸν ἱερὸ ἀγώνα τοῦ '21 οἱ Μοσχοπολίτες συμμετεῖχαν μὲ χρῆμα καὶ αἷμα. Δυστυχῶς, δὲν εἶναι γνωστὰ ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν Βορειοηπειρωτῶν ἀγωνιστῶν τοῦ '21. Ἱστορικὲς πληροφορίες ἀνεβάζουν τὸν ἀριθμὸ τῶν ὁπλαρχηγῶν σὲ 22 καὶ τὸν συνολικὸ ἀριθμὸ τῶν πολεμιστῶν σὲ 4.500 ἄντρες.

Ἀρκετὰ σημαντικὴ ἦταν ἡ συμβολὴ τῶν Βορειοηπειρωτῶν καὶ ἀπὸ οἰκονομικῆς πλευρᾶς. Κυρίως οἱ Μοσχοβίτες καὶ οἱ Κορυτσαῖοι διέθεσαν καὶ τὶς περιουσίες τους γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀγώνα καὶ τὴν ἐξαγορὰ καὶ ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων καὶ ὁμήρων τῆς Ρούμελης καὶ τοῦ Μωριά. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ξεσηκώθηκαν οἱ ἄτακτοι Τουρκαλβανοὶ τῆς περιοχῆς (λιποτάκτες τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, δραπέτες τῶν φυλακῶν, ληστὲς καὶ φυγόδικοι) καὶ γεμάτοι μίσος καὶ ὀργή, λεηλατοῦσαν γιὰ ἀρκετὸ διάστημα τὴν Κορυτσὰ καὶ τὴν περιοχή της. Ὁ ἑλληνικὸς χριστιανικὸς πληθυσμὸς αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἔπαθε μεγάλη συμφορά.

Ὁ Ἰωακεὶμ Μαρτιανὸς (Ἡ Μοσχοπόλις, ἐν Θεσ/νίκη 1957) γράφει: «Ἐπέπιπτον ἀναφανδὸν κατὰ χωρίων καὶ κωμῶν ἀδυνάτων, ἐλεηλάτουν τους ἀπὸ πολλοῦ περιτρόμους ἐνοίκους, στόχον κυρίως ἔχοντες τοὺς εὐκαταστάτους, ἀπεγύμνουν αὐτούς, ἀφήρπαζον οὐχὶ σπανίως τοὺς υἱοὺς ἐπὶ λύτροις καὶ διέπραττον πλεῖστα ὅσα τοιαῦτα ἀναλόγως τῆς καταστάσεως τῶν αἰχμαλωτιζομένων καὶ ἰδίως τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀκολάστου φιλαργυρίας».

Δυστυχῶς, παρόλες τὶς ἀναρίθμητες στρατιωτικὲς ὑπηρεσίες, τὴν οἰκονομικὴ καὶ πνευματικὴ συμβολή, ἡ Ἤπειρος καὶ τὸ Βόρειο κομμάτι της καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἵδρυση ἀνεξάρτητου Ἑλληνικοῦ Βασιλείου, δὲν εὐτύχησαν νὰ συμπεριληφθοῦν στὰ ὅρια τῆς ἐλεύθερης πατρίδας. Τὸ «ποθούμενο» τοῦ Πατροκοσμᾶ θὰ'ρθεῖ πολὺ ἀργότερα, στὴ διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν πολέμων.

https://www.himara.gr/