Ἡ Βόρειος Ἤπειρος παροῦσα στά ἐπαναστατικά κινήματα!


Γράφει ὁ ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ

Στόν ἑνιαῖο κορμό τῆς Ἠπείρου κατά τόν 16ο καί 17ο αἰῶνα, ἀνθοῦσαν οἱ περίφημες σχολές τῶν Ἰωαννίνων καί τῆς Μοσχόπολης, μοναδικά πνευματικά κέντρα τοῦ ὑπόδουλου Ἔθνους. Ἀπό τίς σχολές αὐτές ὠφελήθηκαν ἀνυπολόγιστα, ἐκτός ἀπό τήν Ἤπειρο, ἡ Μακεδονία, ἡ Θεσσαλία καί ἡ Ἀλβανία. Τήν ἴδια ἐποχή παρατηρεῖται καί οἰκονομική ἄνθηση χάρη στά ξενιτεμένα παιδιά της στήν Βενετία, Εὐρωπαϊκή Τουρκία καί Κεντρική Εὐρώπη. Ὅταν ἐπικρατοῦσε παντοῦ ἡ ἀμάθεια καί ἡ ἀθλιότητα, στήν Ἤπειρο ἱδρύονταν σχολεῖα, ἐκκλησίες καί ἄλλα ἱδρύματα. Μιλοῦμε γιά τούς αἰῶνες πού, κατά τόν Π. Ἀραβαντινό, ἡ σουλτανική διοίκηση ἦταν «λίαν χαλαρά». Ἀπό τά μέσα τοῦ 17ου αἰ. ἡ κατάσταση ἐπιδεινώνεται. Οἱ Τοῦρκοι ὀργίζονται ἀπό τή συμμετοχή τῶν Ἠπειρωτῶν στά ἐπαναστατικά κινήματα (ὅπως τό τολμηρό κίνημα τοῦ Διονυσίου τοῦ Φιλοσόφου τό 1611) καί παίρνουν αὐστηρά μέτρα μέ θλιβερές συνέπειες γιά τήν Ἤπειρο.

       Οἱ κάτοικοι τοῦ Βορείου Ἠπειρωτικοῦ τμήματος, πού ἔμεινε νά λέγεται Βόρειος Ἤπειρος, δίνουν τό παρόν στά ἐπαναστατικά κινήματα. Οἱ Χειμαριῶτες, πού πρωτοστατοῦν, συμμετέχουν ἐνεργά στούς Βενετοτουρκικούς πολέμους στά 1570, 1664 καί 1769 στό πλευρό τῶν Βενετῶν.

       Ἰδιαίτερα νά ἀναφερθοῦμε στήν ἀνταρσία τοῦ 1565 καί στήν ἀποτυχία της. Οἱ Τοῦρκοι ἐξοργισμένοι συμπεριφέρονται σκληρά. Ὁλόκληρα χωριά καταστράφηκαν, μεγάλος ἀριθμός κατοίκων ἀναγκαστικά ἀλλαξοπίστησε, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀρχίσει ἡ μείωση καί συρρίκνωση τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου τῆς περιοχῆς καί ἡ ἀλλοίωση τῆς ἐθνολογικῆς συνοχῆς του. Ὁ θρῆνος καί ἡ ὀδύνη τῶν κατοίκων πού ἀκολούθησε τήν ἀποτυχία τοῦ κινήματος ἀποτυπώνεται στό γνωστό δημοτικό τραγούδι τῆς «Δεροπολίτισσας»:

Μωρ’ Δεροπολίτισσα, μωρ’ καημένη / μωρ’ Δεροπολίτισσα ζηλεμένη / Σύντα πᾶς στήν ἐκκλησιά / μέ λαμπάδες μέ κεριά / καί μέ μόσχο θυμιατά / γιά προσκύνα καί γιά μᾶς / καί γιά μᾶς τούς Χριστιανούς / πού μᾶς σφάζουν σάν τ’ ἀρνιά / σάν τ’ ἀρνιά τῆς Πασχαλιᾶς / τά κατίκια τ’ Ἀϊ-Γιωργιοῦ.

       Μέ τήν ἔναρξη τοῦ παιδομαζώματος (1580) οἱ Βορειοηπειρῶτες ἀρνήθηκαν τόν δυσβάσταχτο φόρο τοῦ αἵματος. Ἡ ἄρνησή τους προκάλεσε πάλι τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἐπιδόθηκαν μέ ζῆλο σέ φυλακίσεις, σφαγές καί λεηλασίες. Σ’ αὐτή τήν ἐποχή, πού «ἔχαν’ ἡ μάνα τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα», ἀναφέρεται τό δημοτικό τραγούδι πού στέλνει κατάρες καί ἀναθέματα στό βασιλιά (Σουλτάνο) γιά τήν αἱμορραγία τοῦ Παιδομαζώματος:

Ἀνάθεμα σέ βασιλιά καί τρισανάθεμα σέ/μέ τό κακό ὀπ’ ὄκαμες μέ τό κακό πού κάνεις.
Στέλνεις, δένεις τούς γέροντες,/τούς πρώτους, τούς παπάδες./
Νά μάσεις παιδομάζωμα, νά κάμεις γενιτσάρους./
Κλαῖν’ οἱ γοναῖοι τά παιδιά,/κι ἀδερφές τ’ ἀδέρφια.
Κλαίγω κι ἐγώ καί καίγομαι,/κι ὅσο νά ζῶ θά κλαίω.
Πέρσυ πῆραν τό γιόκα μου,/φέτο τόν ἀδερφό μου.

       Οἱ Χειμαριῶτες καί πολλοί ἀπό ἄλλες περιοχές πρόσφεραν βοήθεια στό χριστιανικό στόλο πού κατανίκησε, στήν ἱστορική ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου (1571), τήν τουρκική Ἁρμάδα καί ἀναπτέρωσε τό ἠθικό καί τίς ἐλπίδες τῶν ὑπόδουλων.

       Οἱ Τοῦρκοι, μετά τήν κατάκτηση τῆς Ἠπείρου, διέβλεψαν τή μαχητικότητα καί τό θάρρος τῶν κατοίκων καί τούς παραχώρησαν ὁρισμένα «προνόμια», μέ σκοπό νά τούς χρησιμοποιοῦν στίς πολεμικές τους ἐπιχειρήσεις. Διατήρησαν τό δέκατο ἀπό τίς ἰδιοκτησίες τους καί τό δικαίωμα νά ἔχουν ἄλογα καί στρατιῶτες, μέ τόν ὄρο νά ἐκστρατεύουν μέ τούς Τούρκους, ὅταν τούς καλοῦσαν. Αὐτοί ἦταν οἱ Σπαχῆδες, πού ὕψωναν δικά τους χριστιανικά λάβαρα μέ τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

       Ἀργότερα οἱ Τοῦρκοι, ἐπειδή φοβήθηκαν μήπως οἱ Σπαχῆδες κινηθοῦν ἐναντίον τους, τούς ἀνάγκασαν, προκειμένου νά διατηρήσουν τό ἀξίωμά τους, νά ἀσπαστοῦν τόν μουσουλμανισμό. Τολμηροί καί γενναῖοι ἦταν οἱ Σπαχῆδες τῆς Περιφέρειας Ἀργυροκάστρου. Ὁ ἐξισλαμισμός τῶν Σπαχήδων συνέτεινε στήν αὔξηση τοῦ τουρκικοῦ πληθυσμοῦ, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Π. Ἀραβαντινό (χρονογραφία Ἠπείρου Α’), ἦταν λιγότερος ἀπό τό ἕνα πέμπτο τοῦ πληθυσμοῦ τῆς περιοχῆς.

       Παρόλες τίς διώξεις, τά σκληρά μέτρα καί τήν πυκνή προσέλευση στόν ἰσλαμισμό κατά τόν 17ο αἰώνα, οἱ κάτοικοι τῶν βορείων περιοχῶν τῆς Ἠπείρου συνεχίζουν τούς ἐθνικούς ἀγῶνες. Τούς συναντοῦμε νά μάχονται στό πλευρό τῶν Βενετῶν στόν Βενετοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1684. Ὁ Βενετός Μοροζίνης τούς ὑπόσχεται ἀπελευθέρωση. Μετά τήν κατάληψη τῆς Πρέβεζας καί τοῦ φρουρίου τῆς Ἄρτας, παίρνουν θάρρος οἱ Ἠπειρῶτες τοῦ Βορείου τμήματος καί μέ πρώτους τούς Χειμαριῶτες ξεσηκώνονται. Τό κίνημα καταπνίγεται ἀπό τόν ὑπερέχοντα τουρκικό στρατό καί τά πεδινά χωριά τῆς Χειμάρας καταστρέφονται. Οἱ Χειμαριῶτες, ἔχοντας ὁρμητήριο τίς ἀπόκρημνες βουνοκορφές τῶν Κεραυνίων, δέν ὑποκύπτουν καί γιά ἀρκετό χρόνο συνεχίζουν μόνοι τους τόν ἀγῶνα.

       Μετά τό 1685 ὁ πόλεμος μεταξύ Τούρκων καί Βενετῶν διεξάγεται στίς βόρειες περιοχές τῆς Ἠπείρου. Ἀντικειμενικός σκοπός τῶν Βενετῶν ἦταν ἡ κατάληψη τοῦ Αὐλώνα, κέντρο ἐμπορικό καί σημαντικό λιμάνι.

       Σ’ αὐτές τίς πολεμικές περιπέτειες μεταξύ Τούρκων καί Βενετῶν, τούς Βενετούς τούς ἀκολουθοῦσαν καί 3.000 Ἕλληνες ἀπό τίς γύρω περιοχές. Οἱ Βενετοί κατέλαβαν τόν Αὐλώνα, ἀλλά ἀναγκάστηκαν νά τόν ἐγκαταλείψουν μετά ἀπό ἰσχυρή τουρκική πίεση. Σ’ αὐτά τά χρόνια, εἶναι βεβαιωμένο, ὅτι χάθηκαν πολλοί Ἕλληνες καί χύθηκε πολύ αἷμα.

            Σέ ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος, ὅπου παρατηροῦνται ἐπαναστατικά κινήματα, ἀναφέρεται καί συμμετοχή Βορειοηπειρωτῶν. Ὁ Δημήτριος Εὐαγγελίδης (Βόρειος Ἤπειρος, 1919) ἀναφέρει ἀρκετούς Βορειοηπειρῶτες πού συμμετεῖχαν σέ διάφορα ἐπαναστατικά κινήματα.