ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ


Οἱ Ἀλβανοὶ ἐθνικιστὲς ἄρχισαν νὰ ὀργανώνονται, μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Διεκήρυτταν σὲ ὅλους τούς τόνους ὅτι ἡ προαναφερθεῖσα συνθήκη παραχωροῦσε περιοχὲς μὲ πολυπληθῆ ἀλβανόφωνο πληθυσμὸ στὴν Σερβία, τὸ Μαυροβούνιο καὶ τὴν Βουλγαρία. Συνεπικουρούμενοι ἀπὸ διαφόρους Ἀλβανοὺς λογίους, εἶχαν καταφύγει στὴν κυβέρνηση τῆς Ρώμης, ζητώντας τὴν συνδρομή της γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ παγίωση τῆς καταστάσεως αὐτῆς. Ἐπεδίωκαν τὴν σύσταση μίας αὐτόνομης Ἀλβανίας ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ ὅραμά τους φαινόταν δύσκολο νὰ ὑλοποιηθεῖ, καθὼς δὲν ὑπῆρχε τὸ αἴσθημα τῆς κοινῆς ἐθνότητος ἀλλὰ μόνον οἱ δεσμοὶ αἵματος ἀνάμεσα στὰ μέλη τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν, τὶς περιώνυμες φάρες, ἐνῶ δὲν ὑφίστατο οὔτε κὰν ἀλβανικὸ ἀλφάβητο! Τότε, δημιουργήθηκαν οἱ πρῶτες ἐθνικιστικὲς ὀργανώσεις μὲ πλέον γνωστὲς τὸν «Ἀλβανικὸ Σύνδεσμο» καὶ τὴν «Λίγκα τῆς Πρισρένης». Μάλιστα, ἡ δεύτερη ἀξίωνε τὴν ἕνωση ὅλων τῶν περιοχῶν, ὅπου κατοικοῦσαν Ἀλβανοὶ (δηλαδὴ κατ’ οὐσίαν τῶν βιλαετῖων Ἰωαννίνων, Κοσσυφοπεδίου, Μοναστηρῖου καὶ Σκόδρας) σὲ ἕνα βιλαέτι, τὴν σύσταση μίας ἀλβανικῆς ἐθνικῆς συνελεύσεως καὶ τὴν παροχὴ ἐκπαιδεύσεως στὴν ἀλβανικὴ γλώσσα. Ἔστειλε δὲ ἕνα σχετικὸ ὑπόμνημα στὸν Βρεταννὸ πρωθυπουργὸ Benjamin Disraeli, ὁ ὁποῖος εὐρίσκετο στὸ Βερολίνο γιὰ τὶς ἐργασίες τοῦ συνεδρίου. Ἐντούτοις, τὸ ὑπόμνημα αὐτὸ πέρασε ἀπαρατήρητο καὶ οὐδεὶς ἀσχολήθηκε μαζί του.

Πάντως, αὐτοὶ δὲν πτοήθηκαν. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1879, ὑπέβαλαν ἐπισήμως τὰ αἰτήματά τους στὴν Ὑψηλὴ Πύλη, ἡ ὁποία τὰ ἀγνόησε ἐπιδεικτικά. Λίγο μετά, ὁ Ἀμπντοὺλ Φρασέρι καὶ ὁ Μεχμὲτ Ἀλὴ Βρυώνη ἔγραψαν ἕνα ἄρθρο στὴν γαλλικὴ ἐφημερίδα Μoniteur Universal. Αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τὰ πλέον ἐπιφανῆ στελέχη τῶν Ἀλβανῶν ἐθνικιστῶν καὶ τὸ συγκεκριμένο ἄρθρο προκάλεσε αἴσθηση. Σὲ αὐτό, ἀνέφεραν, μεταξὺ ἄλλων, τὰ ἑξῆς: «ἡ χώρα αὐτὴ (σ.σ. δηλαδὴ ἡ Ἀλβανία) οὐδέποτε ἀπετέλεσε μέρος τῆς Ἑλλάδος… τὰ πανάρχαια χρόνια κατοικοῦσαν (σ.σ. σὲ αὐτήν) οἱ Αἰγύπτιοι. Κατὰ τὸν Στράβωνα, μάλιστα, ἡ Ἑλλάδα συνόρευε πρὸς βορρᾶν μὲ τὴν Ἀκαρνανία καὶ τὸν Ἀμβρακικὸ κόλπο. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ ἀρχαία Γεωγραφία δὲν ἔρχεται συνεπίκουρη στοὺς Ἕλληνες, ρωτᾶμε τοὺς ἀντιφρονοῦντες ποῖο μέρος τῆς Ἠπείρου εἶναι ἑλληνικό. Ἐκεῖνος ποὺ τυχὸν ἀποδέχεται τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἑλληνικῶν συλλόγων θὰ πίστευε ὅτι στὴν Ἑλλάδα δὲν ἀνήκει μόνον ἡ Ἀλβανία ἀλλὰ καὶ ἡ Μακεδονία, ἡ Θράκη, ἡ Ρουμανία, ἡ Μ. Ἀσία, ἡ Μεγ. Ἑλλάδα καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ Μασσαλία. Ἡ Ἤπειρος κατοικεῖται ἀπὸ 650.000. Πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἄραγε εἶναι Ἕλληνες καὶ ποῦ κατοικοῦν; Στὴν Κορυτσά, στὸ Μπεράτι, στὸ Ἀργυρόκαστρο ἢ στὴν Τσαμουριὰ; Βεβαίως, ὄχι. Γιατί ὅποιο χωριὸ καὶ ἂν διέρχεται κανεὶς συναντᾶ μόνον Ἀλβανοὺς Ἠπειρῶτες καὶ ὄχι Ἕλληνες… Ἡ Ἤπειρος ἦταν καὶ θὰ μείνει πάντοτε ἀλβανική, ὅπως τὴν δημιούργησε ἡ φύση καὶ ἡ ἱστορία… Ἐὰν ἐπιμείνει ἡ Ἑλλάδα στὴν ἀκόρεστη πλεονεξία της, ποὺ ἀντιβαίνει τοὺς κανόνες τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺς δίκαιους ἐθνικοὺς πόθους μας, οἱ Ἀλβανοὶ ἔχουνε ἀδιαπραγμάτευτη θέληση νὰ ὑπερασπίσουν τὴν πατρίδα τους μέχρις ἐσχάτων». Ἦταν πλέον σαφὲς ὅτι οἱ Ἀλβανοὶ ἐθνικιστὲς ἔθεταν ἀνοικτὰ στὸ στόχαστρό τους τὸν ἑλληνισμὸ τῆς Ἠπείρου.

Λίγο μετά, ὁρισμένοι ἐξ αὐτῶν προχώρησαν ἔτι περαιτέρω. Εἶναι πλέον γνωστὸν ὅτι ἡ «Λίγκα τῆς Πρισρένης» εἶχε συσταθεῖ εἰς γνῶσιν (ἂν ὄχι μὲ τὴν παρότρυνση) τῶν ὀθωμανικῶν Ἀρχῶν. Ἐντούτοις, ἡ Λίγκα δὲν ἐδίστασε νὰ ὀργανώσει ὑποτυπώδη στρατιωτικὰ σώματα, τὰ ὁποῖα συγκρούστηκαν μὲ μονάδες τοῦ ὀθωμανικοῦ στρατοῦ, ὑφιστάμενα σοβαρὲς ἀπώλειες. Ἔκτοτε, οἱ Ἀλβανοὶ ἐθνικιστὲς προσανατολίστηκαν στὴν συνεργασία μὲ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη. Ταυτόχρονα, ἐντάθηκαν οἱ δραστηριότητες τῆς Ρώμης μέσω τῶν Ἰταλοαλβανῶν λογίων, οἱ ὁποῖοι διαβιοῦσαν στὴν ἰταλικὴ ἐπικράτεια. Τὴν ἰδὶα περίπου περίοδο, ὁρισμένοι κύκλοι τῶν Ἀθηνῶν καλλιεργοῦσαν τὴν ἰδέα γιὰ τὴν σύσταση ἑνὸς ἑλληνοαλβανικοῦ κράτους στὰ πρότυπά της Αὐστροουγγαρίας ἢ μίας ἑλληνοαλβανικῆς ὁμοσπονδίας, στὴν ὁποία τὸ κάθε συστατικὸ στοιχεῖο της θὰ εἶχε τὸ δικό του δικαιϊκὸ σύστημα καὶ τὶς δικές του Ἔνοπλες Δυνάμεις. Ἐπιπλέον, οἱ κάτοικοι θὰ διατηροῦσαν τὴν θρησκεία, τὴν γλώσσα, τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα καὶ τὶς ἐθνικές τους παραδόσεις. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1877, ἡ οἰκουμενικὴ κυβέρνηση Κανάρη διεξήγαγε μυστικὲς διαπραγματεύσεις, μέσω τοῦ προξένου της στὸ Δυρράχιο Ἐπαμ. Μαυρομμάτη, μὲ Ἀλβανοὺς προύχοντες τῶν Ἰωαννίνων. Οἱ περισσότερες συζητήσεις ἔλαβαν χώρα στὴν Κέρκυρα. Ὁ Μαυρομμάτης θεωροῦσε ἐφικτή της ἰδέα τῆς συστάσεως μίας ἀλβανικῆς ἡγεμονίας στὴν βόρεια «Ἀλβανία», δηλαδὴ σὲ μία περιοχή, ἡ ὁποία ταυτιζόταν μὲ τὴν Γκεγκαρία.

Ὁ πρόξενος τῆς Ἑλλάδος στὸ Δυρράχιο Ἐπαμ. Μαυρομάτης ἐπεσκέφθη ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς βορείου Ἀλβανίας καὶ προχώρησε σὲ μία πρώτη κατάταξη τῶν κατοίκων της μὲ βάση τὴν φυλὴ καὶ τὸ θρήσκευμα (ἢ τὸ δόγμα). Αὐτοὶ συγκροτοῦσαν τέσσερις μεγάλες ὁμάδες: α. τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς, β. τοὺς μουσουλμάνους Τόσκηδες, γ. τοὺς μουσουλμάνους Γκέγκηδες καὶ δ. τοὺς Καθολικοὺς χριστιανούς. Τὸ ἑπόμενο διάστημα, ἡ Ἀθήνα πρότεινε τὴν ἀνάληψη κοινῆς δράσεως ἐναντίον τῆς ὀθωμανικῆς διοικήσεως.1 Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ σχετικὲς συνομιλίες δὲν εἶχαν αἴσια κατάληξη. Σύντομα, ἀνελήφθη μία νέα πρωτοβουλία ἀπὸ ἑλληνικῆς πλευρᾶς μέσω τῆς ἀποστολῆς μίας ἀντιπροσωπείας, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Στέφ. Σκουλούδη, τὰ μέλη τῆς ὁποίας μετέβησαν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ ὁρισμένους σημαίνοντες Ἀλβανούς, στοὺς ὁποίους πρότειναν τὴν σύσταση μίας δυαδικῆς μοναρχίας ὑπὸ τὸν Βασιλέα Γεώργιο μὲ ἀντάλλαγμα τὴν αὐτονομία τῶν ἀλβανικῶν πληθυσμῶν. Ἡ ἀπάντηση τῶν Ἀλβανῶν ἦταν θετικὴ ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι στὴν ἐπικράτειά τους θὰ συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ Ἤπειρος. Τὸ αἴτημα αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ ὡς ἐκ τούτου οἱ συνομιλίες διεκόπησαν.

Ταυτόχρονα, ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν περιοχὴ ἐπεδείκνυε καὶ ἡ Βιέννη. Ἐντούτοις, ἡ Ἀθήνα δὲν φοβόταν τοὺς Αὐστριακούς. Ἀντιθέτως, ἡ δράση τῶν Ἰταλῶν πρακτόρων στὴν περιοχὴ προβλημάτιζε ἰδιαιτέρως τοὺς Ἕλληνες ἰθύνοντες. Αὐτὸ καταδεικνύεται περίτρανα καὶ ἀπὸ τὴν δήλωση τοῦ Τρικούπη πρὸς τὸν Αὐστριακὸ πρεσβευτὴ στὴν Ἀθήνα ὅτι θὰ προτιμοῦσε χίλιες φορὲς νὰ δεῖ στὴν Ἀλβανία τοὺς Αὐστριακοὺς παρὰ τοὺς Ἰταλούς. Μετὰ τὸ Συνέδριο τοῦ Βερολίνου, ἡ Ρώμη ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ ἕνα πρόγραμμα διαδόσεως τῆς ἰταλικῆς παιδείας καὶ αὐξήσεως τῶν ἐμπορικῶν της δραστηριοτήτων στὴν περιοχὴ μέσω τῶν διπλωματικῶν ἀντιπροσωπειῶν της στὸν Αὐλώνα, τὸ Δυρράχιο, τὰ Ἰωάννινα, τὸ Μοναστήρι, τὴν Πρέβεζα καὶ τὴν Σκόδρα. Μάλιστα, πέτυχε τὴν λειτουργία ἰταλικῶν σχολείων σὲ περιοχές, ὅπου διαβιοῦσαν ἀρκετοὶ Καθολικοί, στὴν Σκόδρα (τὸ 1881) καὶ στὸ Δυρράχιο (τὸ 1888).

Μολαταύτα, δὲν ἔχει ἀποκλειστεῖ ἡ στρατιωτικὴ λύση. Ἔχει γραφεῖ ὅτι ὁ Crispi εἶχε συγκεντρώσει 45.000 ἄνδρες στὸ Μπάρι γιὰ νὰ καταλάβει αἰφνιδιαστικὰ τὸν Αὐλώνα καὶ τὴν νῆσο Σάσσωνα, τὸ 1887. Τὰ σχέδιά του, ὅμως, ἀνετράπησαν ὕστερα ἀπὸ δυναμικὴ παρέμβαση τῆς βρεταννικῆς κυβερνήσεως. Ταυτόχρονα, συνεχιζόταν ἡ χρήση εἰρηνικῶν μέσων, π.χ. ἡ Ρώμη κατάφερε τὴν εἰσαγωγὴ τῆς διδασκαλίας τῆς ἰταλικῆς γλώσσης στὸ ρουμανικὸ σχολεῖο τῶν Ἰωαννίνων. Ἐπιπλέον, διάφοροι ἰταλικοὶ σύλλογοι ἐνίσχυσαν ποικιλοτρόπως τὴν λειτουργία τῶν ἀλβανικῶν σχολείων (π.χ. μὲ τὴν διανομὴ δωρεὰν βιβλίων καὶ ρούχων σὲ ἀπόρους μαθητές). Τέλος, ἡ Ρώμη ἀνέπτυξε μία πολύπλευρη οἰκονομικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχή, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τοῦ σημείου νὰ ξεπεράσει τὶς ἀντίστοιχες δραστηριότητες οἱασδήποτε ἄλλης Μεγάλης Δυνάμεως καὶ τῆς ἰδῖας της Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας συμπεριλαμβανομένης!

Ἡ σημαντικότερη, ὅμως, ἐπιτυχία τῶν Ἰταλῶν ἦταν ἡ συμβατικὴ κατοχύρωση τοῦ δικαιώματος λόγου τῆς Ρώμης ἐπὶ τῶν τεκταινομένων στὴν Ἤπειρο, ἀρχικῶς μὲ τὴν συμφωνία τῆς «Μεσογειακῆς Συνεννοήσεως» (τῆς 12ης Φεβρουαρίου 1887) καὶ κατόπιν μὲ τὴν Συνθήκη τοῦ Βερολίνου (τῆς 20ης Φεβρουαρίου 1887). Ἡ πρώτη συνίστατο στὴν ἀνταλλαγὴ διακοινώσεων μεταξὺ Λονδίνου καὶ Ρώμης γιὰ τὴν διατήρηση τοῦ status quo στὴν Βαλκανική. Κατόπιν, συνέπραξε σὲ αὐτὴν καὶ ἡ Βιέννη. Ἡ δεύτερη συνθήκη ἦταν αὐστροϊταλικὴ καὶ ὅριζε ὅτι οὐδεμία ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας τῆς Βιέννης στὴν Ἀδριατικὴ θὰ ἐλάμβανε χώρα ἄνευ ἀνταλλαγμάτων πρὸς τὴν Ρώμη. Ἡ Ἰταλία δηλαδὴ ἀνεγνωρίζετο ὡς ἰσότιμος ἑταῖρος τῆς Αὐστροουγγαρίας στὴν Βαλκανική. Ἐπιπλέον, ἡ ρήτρα αὐτὴ περιελήφθη καὶ στὶς διατάξεις τῆς Συνθήκης τῆς Τριπλῆς Συμμαχίας, μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἰταλία προσεχώρησε στὴν γερμανοαυστριακὴ συμμαχία τοῦ 1879 (τὸν Μάϊο τοῦ 1882). Ἡ Ρώμη δὲν ἀρκέστηκε στὶς προαναφερθεῖσες συνθῆκες ἀλλὰ κατοχύρωσε δικαίωμα λόγου γιὰ τὰ τεκταινόμενα στὴν Βαλκανικὴ (καὶ δὴ στὸ χῶρο τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Ἀλβανίας) μὲ τὴν συμφωνία τῆς Monza (1897) καὶ τὶς συμφωνίες Tittoni - Aehrenthal (1907 - 1908 καὶ 1909).

Ὑποσημείωση 1:

Τὸ σχέδιο τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως συνίστατο στὴν ἕνωση Ἑλλήνων καὶ Ἀλβανῶν μὲ γεωγραφικὸ ὅριο τὸν ποταμὸ Γενοῦσο. Οἱ Ἀλβανοὶ θὰ ἀπεκόμιζαν διοικητικὴ αὐτονομία καὶ θὰ κατοχύρωναν πολλὰ προνόμια στὶς περιοχές, ὅπου διαβιοῦσαν. Οἱ Ἀλβανοὶ προύχοντες, ὑπὸ τὸν σκληροπυρηνικὸ ἐθνικιστὴ Φρασέρι, ἀντιπρότειναν τὴν δημιουργία μίας αὐτόνομης ἀλβανικῆς ἡγεμονίας μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὴ θὰ ἦταν φόρου ὑποτελὴς στὸ ἑλληνικὸ βασίλειο ἀλλὰ θὰ συμπεριελάμβανε ἐντὸς τῶν ὁρίων της καὶ τὴν Ἤπειρο.

Φώτο:  "Ὁ Ἰταλὸς πολιτικὸς Φραντσέσκο Κρίσπι, ὁ ὁποῖος ἔδειξε ἰδιαίτερο "ἐνδιαφέρον" γιὰ τὰ τεκταινόμενα στὴν Ἤπειρο πρὸς τὸ συμφέρον τῆς χώρας του".

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν βιβλίο ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, 1833 – 1949», Ἀθήνα: ἐκδόσεις Σάκκουλα, 2014)