Ἕνας φιλέλληνας καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὁ Ρενὲ Πυῶ περιγράφει τὰ πάθη τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας


Σημαντικὰ  στοιχεῖα γιὰ τὸ δράμα τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ κορυφώθηκε τὸ 1922, προσφέρουν οἱ πολλὲς μαρτυρίες ξένων συγγραφέων, ποὺ ὑπῆρξαν αὐτόπτες μάρτυρες τῶν γεγονότων. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ Γάλλος Ρενὲ Πυῶ (Rene Puaux, δημοσιογράφος τοῦ παρισινοῦ «Χρόνου») ποὺ τὸ 1913 βρέθηκε καὶ στὰ ἐδάφη τῆς Βορείου Ἠπείρου καὶ περιέγραψε τὸν παλμὸ τοῦ ἐκεῖ Ἑλληνισμοῦ καὶ τὸν πόθο του νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα.

Στὸ βιβλίο του «Οἱ τελευταῖες ἡμέρες τῆς Σμύρνης» παρουσιάζει πλῆθος μαρτυριῶν γιὰ τὸ δράμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἰωνίας. Εἶναι μία ἀκόμη προσφορὰ στὴν Ἱστορικὴ ἀλήθεια.  Παρουσιάζουμε μερικὲς ἀπὸ αὐτές, ὅπως ἀποτυπώνονται στὴν ἰστοσελίδα τοῦ Συλλόγου Βουρλιωτῶν σήμερα.

Ἡ εὐθύνη τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ γιὰ τὰ ἐγκλήματα

Στὸν πρόλογο ὀ Ρενὲ Πυῶ ξεκαθαρίζει: «Ἐσκεμμένα παρέλειψα ὅλες τὶς πληροφορίες τῶν ὁποίων δὲ γνώριζα τὴν πηγὴ καὶ ὅλα ὅσα ἦταν ἀσαφῆ ἢ ἀόριστα. Μετρίασα μάλιστα τὸν τόνο τῶν πολυαρίθμων ἀφηγήσεων ποὺ ἄκουσα ἢ εἶχα μπροστά μου, ἀναλογιζόμενος τὴν ταραχὴ τῶν θυμάτων ποὺ ἔχασαν τὰ πάντα, τὴν ἀνατολίτικη ὑπερβολὴ καὶ τὴν ἀδυναμία παρατήρησης ποὺ εἶναι κοινὴ-ἐπιστημονικὰ-στὴν πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων. Ὅ,τι ἀπομένει ἀρκεῖ, ὥστε νὰ μὴ μείνει ΚΑΜΜΙΑ ΑΥΤΑΠΑΤΗ γιὰ τὴ φρίκη τῆς καταστροφῆς τῆς Σμύρνης καὶ γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ εὐθύνη τοῦ κεμαλικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἀρχηγῶν του.»

Γιὰ τὶς θηριωδίες τῶν Τούρκων στὰ Βουρλὰ ἀναφέρει : «Ἦρθαν κι ἄλλοι [Τοῦρκοι] ποὺ ἔκαναν ὅ,τι καὶ οἱ προηγούμενοι, ὕστερα κι ἄλλοι καὶ τελειωμὸ δὲν εἶχαν. Ἐπὶ τρεῖς μέρες οἱ Τοῦρκοι συνέχιζαν τὴν ἴδια δουλειά, σὲ σημεῖο ποὺ δὲ μᾶς ἔμεινε στὸ τέλος ἀπολύτως τίποτα. Μᾶς ἔκλεψαν ἔτσι 3.000 τουρκικὲς χρυσὲς λίρες, 100.000 λέι, 150.000 δρχ., ὅλα μας τὰ κοσμήματα καὶ τὰ πολύτιμα ἀντικείμενα, 100.000 καντάρια σταφίδες, 10.000 ὀκάδες λάδι, 9 ἄλογα ὑποζυγίου, 50 ἀγελάδες. Ὅλα τὰ ἐμπορεύματα καὶ τὰ ζῶα κλάπηκαν ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες καὶ τοὺς στάβλους μας.

Στὸ τέλος δὲ μᾶς εἶχε μείνει πιὰ τίποτα νὰ τοὺς δώσουμε. Ὡστόσο, ἡ ἐπιμονή τους δὲν κάμφθηκε καὶ ἀπείλησαν νὰ ἀπαγάγουν τὰ κορίτσια μας. Ἔτσι ἔκλεψαν ἀπὸ τὶς οἰκογένειες ποὺ εἶχαν καταφύγει στὸ σπίτι μας, τὴν Ἑλένη καὶ τὴ Μαρία Μπέλλου καὶ τὴν Ἀγγέλα Μακρομάλλα».

Βιασμοὶ καὶ πυρπολήσεις

«Ὅταν εἶδαν τὰ ἄλλα κορίτσια ὅτι θὰ ἀτιμάζονταν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, προτίμησαν νὰ πεθάνουν. Ὅρμησαν στὴν αὐλή, ἄνοιξαν τὸ πηγάδι καὶ ἔπεσαν μέσα, ἡ μία πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὸ ἴδιο ἔκαναν οἱ ξαδέλφες μου Πηνελόπη καὶ Ἰωάννα Μιχαηλίδη, ἡ Ἀργυρῶ Μιχαηλίδη, ἡ ἀδελφή μου Ἀριστέα Μιχαηλίδη καὶ ἡ ὑπηρέτριά μας ἡ Γλυκερία. Ἡ παντρεμένη μου ἀδελφή, ἡ γυναίκα τοῦ Ἕλληνα λοχαγοῦ Σιάχου, δὲν ἔπεσε μέσα στὸ πηγάδι, ἀλλὰ τρέχοντας στὴν κουζίνα ἔριξε πετρέλαιο στὰ ροῦχα της κι ἔβαλε φωτιά. Ἔσβησαν τὴν φωτιά, τὴν περιποιήθηκε ἕνας γιατρός, ἀλλὰ δὲν ἀπέφυγε τὰ σοβαρὰ ἐγκαύματα στὸ στομάχι καὶ στὶς γάμπες».

Καὶ ἄλλες περιγραφὲς προκαλοῦν ἀποτροπιασμό, μόνο μὲ τὴν ἁπλὴ ἀνάγνωσή τους. Ἀλλὰ στὸ ὅλο ζήτημα τεράστιες εἶναι οἱ εὐθύνες τῶν Δυτικῶν (ὡς τότε….Συμμάχων μας) ποὺ ἐπέτρεψαν νὰ γιγαντωθεῖ ἡ ἡττημένη Τουρκία, ἀγκαλιάζοντας τὸν Κεμὰλ καὶ ἐπιτρέποντας τὸ 1922 νὰ ἐπιστρέψει στὰ εὐρωπαϊκὰ ἐδάφη αὐτὸ τὸ ἔθνος, ποὺ κατὰ τὸν Ἀμερικανὸ Διπλωμάτη καὶ αὐτόπτη μάρτυρα τῶν γεγονότων Τζὼρτζ Χόρτον ὑπῆρξε ἡ «Μάστιγα, ἡ Κατάρα τῆς Ἀσίας».

Γεώργιος Διον. Κουρκούτας

Φιλόλογος- συγγραφέας